- Τύρβ'
- Τύρβαι , Τύρβηdisorderfem nom/voc plΤύρβᾱͅ , Τύρβηdisorderfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύρβ' — τύρβα , τύρβα pell mell indeclform (adverb) τύρβαι , τύρβη disorder fem nom/voc pl τύρβᾱͅ , τύρβη disorder fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασαλβάζω — (Α) 1. φέρομαι σαν πόρνη 2. (μτβ.) μεταχειρίζομαι κάποιαν ή κάποιον σαν πόρνη, κατά τρόπο υβριστικό, ονειδιστικό («κασαλβάσω τοὺς στρατηγούς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς + κατάλ. άζω (πρβλ. στεγ άζω, τυρβ άζω)] … Dictionary of Greek